- συμπυροβολισμός
- ο залп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπυροβολισμός — ο, Ν ταυτόχρονη βολή πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβολισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ν. Κ. Γουλιμή] … Dictionary of Greek
συμπυροβόληση — η, Ν συμπυροβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβόληση. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυροβόλησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek